Τετάρτη 1 Απριλίου 2009

Καμίλ Πισαρό

O Καμίλ Πισαρό ή Πισάρο (Camille Pissarro, Άγιος Θωμάς, Γαλλικές Αντίλλες, 10 Ιουλίου 1830 – Παρίσι, 13 Νοεμβρίου 1903) ήταν γάλλος ζωγράφος, με συμμετοχή στο κίνημα του ιμπρεσιονισμού. Χαρακτηρίστηκε ως «πατριάρχης του ιμπρεσσιονιστών», λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ύφους του, αλλά και κυριολεκτικά, διότι ήταν ηλικιακά ο γηραιότερός τους. Έχει επίσης χαρακτηριστεί ως ο «ζωγράφος της γης» καθώς μέσα από το έργο του, εξιστόρησε — με το δικό του τρόπο — την ζωή των αγρών, τα οργωμένα χωράφια, τα τοπία, τα ζωντανά, τους ανθρώπους και τους κόπους τους, το χωριό που κοιμάται και την πόλη που σφύζει από ζωή.

Γεννήθηκε στις 10 Ιουλίου του 1830, στην αποικία του Αγίου Θωμά, στις Γαλλικές Αντίλλες κι έλαβε τις βασικές σπουδές του εκεί. Σε ηλικία δώδεκα ετών, τον έστειλαν να τις συνεχίσει στη Γαλλία όπου γράφτηκε στο Κολέγιο Πασί, κοντά στο Παρίσι. Επέστρεψε στον Άγιο Θωμά, στα δεκαεπτά του χρόνια, για να εργαστεί μαζί με τον πατέρα του, ο οποίος ήταν έμπορος και ιδιοκτήτης μεγάλης αποθήκης στο λιμάνι Καρολίνα-Μαρία. Αν και είχε πολύ καλές αποδοχές, πάντα αναζητούσε ελεύθερο χρόνο για να ζωγραφίζει, όπως έκανε και στο σχολείο, παραμελώντας τα μαθήματά του.

Το 1852, ο Πισαρό εκμεταλεύτηκε την παρουσία του ζωγράφου Φριτζ Μέλμπυ (Fritz Melbye) στον Άγιο Θωμά, για να ταξιδέψει μαζί του στο Καράκας. Ο πατέρας του, παρά την επιθυμία του να ακολουθήσει ο γιος του την επιχείρησή του και την αντίθεσή του στην ενασχόλησή του με την ζωγραφική, ενίσχυσε οικονομικά το ταξίδι. Ο Πισαρό επέστρεψε στο Παρίσι το 1855, όπου μαθήτευσε στο πλευρό του Ζαν-Μπατίστ Καμίλ Κορό (Jean-Baptiste Camille Corot), ενός τοπιογράφου που τον προέτρεψε να εγκαταλείψει τα ατελιέ και τους κλειστούς χώρους, να ξεχάσει ό,τι ήξερε ή είχε ακούσει μέχρι τότε και να ζωγραφίσει σε ανοιχτούς χώρους. Παράλληλα, ο Πισαρό ήρθε σε επαφή με σημαντικούς καλλιτέχνες της εποχής, όπως τον Ντελακρουά.

Το 1859 συμμετείχε στο Σαλόν του Παρισιού με ένα πίνακα, ενώ τις δύο επόμενες χρονιές τα έργα του απορρίφθηκαν. Το 1861 παντρεύτηκε και δύο χρόνια αργότερα, έγινε δεκτός στο Σαλόν των Απορριφθέντων με τρία έργα του. Την ίδια χρονιά γεννήθηκε ο γιός του, Λουσιέν. Τις δύο επόμενες χρονιές, έγινε ξανά δεκτός στο Σαλόν, βρίσκοντας θετική ανταπόκριση από τους τεχνοκριτικούς. Εν τω μεταξύ, από το 1864 διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τους Ρενουάρ, Κλωντ Μονέ, Σισλέ, Μπαζίλ και λίγο αργότερα και με τον Εντουάρ Μανέ. Το 1866 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Ποντουάζ, ένα χωριό στην επαρχία Βεξέν. Ο Ζολά επαίνεσε τα έργα του στο Σαλόν της ίδιας χρονιάς, και ιδιαίτερα τις Όχθες του Μάρνη.

Κ. Πισαρό, Είσοδος στο χωριό Βουαζέν (1872). Λάδι σε καμβά, 46 εκ. x 55 εκ. Μουσείο του Ορσαί, Παρίσι.

Πέρασε δύσκολα χρόνια μέχρι το 1869, καθώς — παρά τις καλές κριτικές — τα έργα του δεν πωλούνταν εύκολα. Την ίδια περίοδο, εγκαταστάθηκε στη Λουβσιέν, στηριζόμενος οικονομικά κυρίως στη γενναιοδωρία των φίλων του. Παρά τις οικονομικές του δυσχέρειες, τα έργα του εκείνης της περιόδου, χαρακτηρίζονται ως πιο ήρεμα, πιο γλυκά και πιο ήπια. Με το ξέσπασμα του Γαλλο-Πρωσσικού Πολέμου κατέφυγε οικογενειακώς στην Αγγλία, στο Σάρεϋ, όπου ζούσε η μητέρα του. Η αγγλική ύπαιθρος, με τα χρώματα και τα τοπία της, επέδρασε πάνω του όπως και οι πίνακες των Κόνσταμπλ και Τέρνερ, που του δίδαξαν πώς να επεξεργάζεται τον φωτισμό.

Το 1871 επέστρεψε στο Ποντουάζ της Γαλλίας, όπου ήρθε σε επαφή με τον Σεζάν. Τα επόμενα χρόνια, άντλησε έμπνευση από τα χρώματα και τα τοπία της κοιλάδας Ουάζ, ενώ παράλληλα συσπειρωνόταν όλο και περισσότερο η ομάδα των ιμπρεσιονιστών. Το 1874 πέθανε η μοναδική του κόρη Ζαν-Ρασέλ, ενώ την ίδια χρονιά, ο ίδιος σημειώνει αποτυχία στην έκθεση που διοργανώνει για όλους τους ιμπρεσιονιστές.

Μετά το 1875, θεωρείται πως άρχισε να γίνεται αντιληπτό το μήνυμα που προσπαθούσε να μεταδώσει μέσα από το έργο του. Επέστρεψε στο Ποντουάζ το 1882 και συμμετείχε σε όλες τις ιμπρεσιονιστικές εκθέσεις — συνολικά εννέα — μέχρι και το 1886. Το 1890 εγκαταστάθηκε στο Ερανί-Μπαζενκούρ λόγω κλονισμένης υγείας. Μέχρι και το 1900 ταξίδευσε πολύ στην Αγγλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία καθώς επίσης και στη Ρουέν και το Παρίσι. Τα τελευταία έργα του θεωρούνται πιο πλούσια και φωτεινά.

Ο Πισαρό πέθανε στο Παρίσι στις 13 Νοεμβρίου (ή κατά άλλους στις 12 Νοεμβρίου) του 1903, σε ηλικία 73 ετών, και ενώ είχε αρχίσει να αναγνωρίζεται το σύνολο του έργου του.

Έργα του Πισαρό

Πιερ Ωγκύστ Ρενουάρ


O Πιερ Ωγκύστ Ρενουάρ (Pierre Auguste Renoir, 25 Φεβρουαρίου 1841 - 3 Δεκεμβρίου 1919) ήταν γάλλος ζωγράφος και εκπρόσωπος του ιμπρεσιονισμού.

Γεννήθηκε στην πόλη Λιμόζ της Γαλλίας, γιος του ράφτη Λεονάρντ Ρενουάρ και της εργάτριας Μαργκερίτ. Σε ηλικία τριών ετών η οικογένειά του μετακόμισε στο Παρίσι όπου φοίτησε, στα επτά του χρόνια, σε καθολικό σχολείο. Τα βράδια παρακολουθούσε μαθήματα στη Σχολή Σχεδίου και Διακόσμησης. Προς το τέλος της χρονιάς επισκεπτόταν το ατελιέ των αδελφών Λεβί, που όμως λίγο αργότερα έκλεισε κι έτσι στράφηκε προς το ατελιέ του Ζιλμπέρ. Όταν μάζεψε λίγα χρήματα, έδωσε εξετάσεις στη Σχολή Καλών Τεχνών.

Το 1862 γράφτηκε στο ατελιέ των Ερλ Σινιόλ και Μαρκ-Σαρλ-Γκαμπριέλ Γκλέηρ. Εκεί γνώρισε τους Κλωντ Μονέ, Φρεντερίκ Μπαζίλ και Σισλέ. Την ίδια περίοδο, εξασφάλισε άδεια για να αντιγράφει έργα άλλων καλλιτεχνών στο μουσείου του Λούβρου. Δύο χρόνια αργότερα, ο Ρενουάρ ξεκίνησε να εκθέτει έργα του, ωστόσο για αρκετά χρόνια δεν γνώρισε σημαντική αναγνώριση. Μέχρι τον Γαλλο-Πρωσικό πόλεμο πόλεμο του 1870, γύριζε με ένα σακίδιο στον ώμο και έζησε πολύ φτωχικά. Το 1867 ένας πίνακας του με τον τίτλο Λιζ (Lise) έγινε δεκτός στο Σαλόν του Παρισιού. Την περίοδο αυτή, θεωρείται πως ο Ρενουάρ επηρεάστηκε σημαντικά από τον Μονέ, πλησιάζοντας ολοένα και περισσότερο προς τον ιμπρεσιονισμό. Κατά πολλούς, το διάστημα 1870&ndash1883 αποτελεί την λεγόμενη ιμπρεσιονιστική περίοδο του Ρενουάρ.

Π. Ω. Ρενουάρ, Η κούνια (1876), ελαιογραφία, Musée d'Orsay.

Με τον πόλεμο του 1873 υπηρέτησε στη Φρουρά της Ταρμά, στο Σώμα Πυροβολικού, μα την επόμενη χρονιά αρρώστησε κι αποστρατεύτηκε, επιστρέφοντας έτσι στο Παρίσι. Η πολιορκία του Παρισιού του στέρησε τους φίλους του, καθώς ο Μονέ κι ο Μετρ, αναζήτησαν καταφύγιο στην Αγγλία ενώ ο Μπαζίλ πέθανε. Το 1874 συμμετείχε στην πρώτη έκθεση της ομάδας των ιμπρεσιονιστών. Από μία δημοπρασία έργων του, έλαβε 1.200 φράγκα και εγκαταστάθηκε στη Μονμάρτρη. Το 1876, συναντά έναν εκδότη, ο οποίος τον κάνει πλούσιο. Γνωρίζει τον Εμίλ Ζολά.

Τη δεκαετία του 1880, ο Ρενουάρ σταδιακά διαχωρίστηκε από τους υπόλοιπους ιμπρεσιονιστές. Το ατελιέ του, κατασκευάστηκε κοντά σε ένα γαλατάδικο το 1880 και δουλεύοντας στη Μονμάρτη, γνωρίστηκε με την Αλίν Σαριγκό, την οποία παντρεύτηκε. Το 1881 ταξίδεψε στην Αλγερία και κατόπιν στην Ισπανία και την Ιταλία, όπου ήρθε σε επαφή με το έργο του Ραφαήλ από το οποίο επηρεάστηκε βαθιά. Το 1884, μαθαίνοντας πως η Αλίν περιμένει το παιδί τους, επέστρεψε για να μείνει κοντά της και την επόμενη χρονιά γεννήθηκε ο γιος τους Πιέρ.

Το 1889 συνάντησε τον μηχανικό Άιφελ και περίπου το 1892 άρχισε να αναπτύσσει παραμορφωτική αρθρίτιδα, νόσος που τον βασάνισε μέχρι το θάνατό του. Αντιμετώπισε σημαντικό πρόβλημα παραμορφώσεων στα χέρια ενώ σε πιο προχωρημένο στάδιο, ένας ώμος του καθηλώθηκε εξαιτίας αγκύλωσης, γεγονός που ανάγκασε τον Ρενουάρ να διαφοροποιήσει την τεχνική του. Παρά τις σωματικές του δυσχέρειες, δεν εγκατέλειψε την ζωγραφική. Το 1893 απέκτησε έναν ακόμα γιο, τον Κλοντ. Το 1907 μετακόμισε με την οικογένειά του στην πιο θερμή περιοχή Καν-συρ-Μερ (Cagnes-sur-Mer). Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, οι δυο γιοι του κατατάχθηκαν στο στρατό και τραυματίστηκαν σοβαρά. Η μητέρα τους τούς επισκέφτηκε, αλλά εξαντλημένη κατά την επιστροφή της, πέθανε το 1915.

Το 1919, ο Ρενουάρ επισκέφτηκε το Λούβρο όπου είχε την ευκαιρία να δει δικούς του πίνακες να εκτίθενται μαζί με κλασικά έργα. Πέθανε στις 3 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς, σε ηλικία 78 ετών.

Έργα του Ρενουάρ


Εντουάρ Μανέ


Ο Εντουάρ Μανέ (Édouard Manet, 23 Ιανουαρίου 1832 - 30 Απριλίου 1883) ήταν ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους. Θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές της μοντέρνας τέχνης ενώ συνδέθηκε έντονα και με το κίνημα του ιμπρεσιονισμού. Αποτέλεσε επιπλέον έναν από τους πλέον αμφιλεγόμενους καλλιτέχνες του 19ου αιώνα.

Νεανικά χρόνια

Ο Εντουάρ Μανέ γεννήθηκε το 1832 στο Παρίσι και μεγάλωσε μέσα σε ένα μεγαλοαστικό οικογενειακό περιβάλλον. Ο πατέρας του, Auguste Manet, ήταν δικαστής, ενώ η μητέρα του, Eugénie-Desirée Fournier ήταν κόρη διπλωμάτη. Από νωρίς, ο Μανέ ήρθε σε επαφή με τον χώρο της τέχνης χάρη στη συμβολή του θείου του, Charles Fournier, ο οποίος επιπλέον τον ενθάρυνε να ακολουθήσει το επάγγελμα του ζωγράφου. Αντιθέτως, ο πατέρας του τον προορίζει για μία καριέρα στη νομική.

Σε ηλικία 12 ετών ο Μανέ φοιτά στο κολέγιο Rollin και οι μαθητικές του

επιδόσεις καταγράφονται ως απογοητευτικές, γεγονός που αναγκάζει τους γονείς του να αποδεχτούν την επιθυμία του να δώσει εξετάσεις ώστε να γίνει δεκτός στη Ναυτική Ακαδημία. Ο Μανέ αποτυγχάνει στις εξετάσεις αλλά το Δεκέμβριο του 1848 μπαρκάρει με το πλοίο Havre et Guadeloupe με προορισμό το Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας. Οι εμπερίες που αποκομίζει κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού καταγράφονται σε αρκετά από τα μεταγενέστερα έργα του.

Ο Μανέ επιστρέφει από τη Λατινική Αμερική τον Ιούνιο του 1849 και αφού αποτυγχάνει για δεύτερη φορά να γίνει δεκτός στη Ναυτική Ακαδημία αποφασίζει να ασχοληθεί με τη ζωγραφική. Μετά από σχετική έγκριση των γονέων του, το διάστημα 1850 - 1856 σπουδάζει στο ατελιέ του ακαδημαϊκού ζωγράφου Thomas Couture. Την περίοδο της εξαετούς εκπαίδευσής του, αφοσιώνεται στις διαφορετικές τε

χνικές και συνηθίζει να αντιγράφει έργα κλασικών δημιουργών, τα οποία εκτίθενται στο μουσείο του Λούβρου. Την ίδια περίοδο, πραγματοποιεί διάφορα ταξίδια σε όλη την Ευρώπη όπου έρχεται σε επαφή με έργα άλλων καλλιτεχνών επισκεπτόμενος πολλά μουσεία. Μεταξύ άλλων επισκέπτεται την Ιταλία, τη Γερμανία και την Ολλανδία. Μετά από διαφωνία με τον δάσκαλό του, εγκαταλείπει τελικά το ατελιέ του το 1856.

Δημόσιες εκθέσεις

Πρόγευμα στη χλόη (1863)

Μετά από μερικά χρόνια κατά τα οποία ο Μανέ εξακολ

ουθεί να αντιγράφει κλασικά έργα, αποφασίζει να εκθέσει για πρώτη φορά δημόσια έργο του, συμμετέχοντας στο Σαλόν του 1859 με τον πίνακα Πότης Αψεντιού ( Le Buveur d'absinthe). Το συγκεκριμένο έργο ακολουθεί τα πρότυπα του ρεαλισμού αν

και θεωρείται πως αποτελεί ένα είδος φόρου τιμής στον Ισπανό Ντιέγκο Βελάσκεθ, τον οποίο ο ίδιος ο Μανέ θεωρούσε ως τον σημαντικότερο ζωγράφο. Παρόλα αυτά ο πίνακας δεν γίνεται δεκτός αλλά απορρίπτεται από την επιτροπή της Ακαδημίας. Την ίδια περίοδο, ο Μανέ εστιάζει το ενδιαφέρον του στη ζωγραφική της ιβηρικής χερσονήσου και αποστρέφεται ολοένα και περισσότερο τα καθιερωμένα ακαδημαϊκά πρότυπα που κυριαρχούν στην τέχνη της εποχής.

Το 1863 συμμετέχει για δεύτερη φορά στο Σαλόν του Παρισιού με το έργο του Πρόγευμα στη χλόη, το οποίο αν και επίσης απορρίπτεται, τελικά μετά από

απόφαση του αυτοκράτορα Ναπολέων Γ' καθιερώνεται μία ε

ιδική έκθεση για όλα τα απορριφθέντα έργα μεταξύ των οποίων και αυτό του Μανέ. Η δημόσια έκθεση του έργου – που απεικονίζει μια γυμνή γυναικεία μορφή – προκαλεί έντονες αντιδράσεις και θεωρείται σήμερα ένα από τα αμιγώς ιμπρεσιονιστικά έργα του Μανέ. Δύο χρόνια αργότερα, ένας άλλος πίνακας του Μανέ, υπό τον τίτλο Ολυμπία θα προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερο σκάνδαλο καθώς θεωρήθηκε ιδιαιτέρως προκλητικός. Τα επόμενα χρόνια ο Μανέ συμμετέχει σε αρκετά Σαλόν του Παρισιού και αρκετά έργα του απορρίπτονται. Παρά τις αρνητικές κριτικές και τις κατηγορίες για προσβολή της δημοσίας αιδούς που δέχτηκε ο Μανέ για τα έργα του, κατάφερε παράλληλα να αυξήσει σημαντικά την επιρροή του σε νέους και μοντέρνους καλλιτεχνικούς κύκλους.

Ιμπρεσιονιστές

Ολυμπία (1863)

Ο Μανέ συνδέθηκε με τους ιμπρεσιονιστές ζωγράφους μεταξύ των οποίων ο Έντγκαρ Ντεγκά, ο Κλωντ Μονέ, ο Πωλ Σεζάν, ο Πιερ Ωγκύστ Ρενουάρ και ο Καμίλ Πισαρό. Στην πραγματικότητα, αν και διαπνέονταν από κοινές πεποιθήσεις και το έργο του Μανέ αποτέλεσε σημαντική επιρροή για τους ιμπρεσιονιστές, ο ίδιος ο Μανέ δεν συμμετείχε στις εκθέσεις τους ούτε και επιθυμούσε να εκλαμβάνεται ως εκπρόσωπος του κινήματος. Είναι γεγονός πως και ο Μανέ δέχτηκε με τη σειρά του επιδράσεις από τους ιμπ

ρεσιονιστές και ιδιαίτερα από τον Μονέ. Πολλά έργα του ακολούθησαν την ιμπρεσιονιστική τεχνοτροπία και τις τεχνικές που χρησιμοποιούσαν οι ιμπρεσιονιστές. Εκτός από τους ιμπρεσιονιστές, το έργο του Μανέ υπερασπίστηκαν δημόσια και άλλες προσωπικότητες όπως οι λογοτέχνες Εμίλ Ζολά, Στεφάν Μαλαρμέ και Κάρολος Μπωντλαίρ. Ιδιαίτερα δημοφιλή είναι και τα πορτραίτα που φιλοτέχνησε ο Μανέ για του

ς Ζολά και Μαλαρμέ.

Τελευταία χρόνια

Το 1870 ο Μανέ υπηρέτησε ως ανθυπολοχαγός στο Γαλλο-Πρωσσικό πόλεμο και το 1881 παρασημοφορήθηκε με το Μετάλλιο της Τιμής. Πέθανε το 1883 στο Παρίσι από σύφιλη, η οποία του προκάλεσε και μερική παράλυση στα τελευταία χ

ρόνια της ζωής του. Έντεκα ημέρες πριν το θάνατό του αναγκάστηκε να υποστεί τον ακρωτηριασμό του αριστερού του ποδιού λόγω γάγγραινας.

Έργα του Μανέ